- εὐδιανόητος
- εὐδιανόητος, ον,A of good understanding, Sm.1 Ki.25.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιανόητος — εὐδιανόητος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο εύκολα καταλαβαίνει, κατανοεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διανοητός (< διανοούμαι)] … Dictionary of Greek
εὐδιανόητον — εὐδιανόητος of good understanding masc/fem acc sg εὐδιανόητος of good understanding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιανόητα — εὐδιανόητος of good understanding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)